Αρρυθμίες στις συγγενείς καρδιοπάθειες

Υπολογίζεται ότι 9 στα 1000 παιδιά που γεννιούνται πάσχουν από κάποια μορφή συγγενούς καρδιοπάθειας, δηλαδή η καρδιά τους δεν είναι σχηματισμένη σωστά και χρειάζεται να υποβληθούν άμεσα σε διορθωτικές επεμβάσεις προκειμένου να επιζήσουν. Τα καλά νέα είναι ότι στις αναπτυγμένες χώρες το 90% αυτών των παιδιών επιζούν και ενηλικιώνονται συχνά χωρίς σημαντικά προβλήματα κατά την παιδική ηλικία.

Ένα από τα συχνότερα προβλήματα της ενηλίκου ζωής των ασθενών με συγγενείς καρδιοπάθειες είναι οι αρρυθμίες. Οι αρρυθμίες εμφανίζονται κατά μέσο όρο μετά την ηλικία των 20 ετών και συχνά συνοδεύονται από νοσηλείες στο νοσοκομείο και αν δεν αντιμετωπιστούν αυξάνουν τη θνητότητα.

Είδος αρρυθμιών

Οι ασθενείς με συγγενείς καρδιοπάθειες μπορεί να εμφανίσουν διάφορες αρρυθμίες, συνήθως όμως ο τύπος της υποκείμενης συγγενούς καρδιοπάθειας και το είδος των διορθωτικών επεμβάσεων προδιαθέτουν στην εμφάνιση συγκεκριμένων αρρυθμιών. Επίσης, όσο πιο σύμπλοκη είναι η συγγενής καρδιοπάθεια, τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος εμφάνισης αρρυθμιών, τόσο ταχυκαρδιών (αρρυθμίες που προκαλούν αύξηση της καρδιακής συχνότητας), όσο και βραδυκαρδιών (αρρυθμίες που προκαλούν μείωση της καρδιακής συχνότητας).

1. Κολπική ταχυκαρδία

Η κολπική ταχυκαρδία είναι από τις συχνότερες αρρυθμίες στους ενήλικες με συγγενή καρδιοπάθεια. Πρόκειται για μια αρρυθμία που προέρχεται από τους κόλπους, αλλά συνήθως παρασύρει και τις κοιλίες με αποτέλεσμα η καρδιακή συχνότητα να αυξάνεται σημαντικά συχνά σε επίπεδα άνω των 180 παλμών το λεπτό. Ο μηχανισμός πρόκλησης της ταχυκαρδίας έχει να κάνει με διάφορους παράγοντες με κύριο την ύπαρξη χειρουργικών ουλών που ευνοούν τη δημιουργία κυκλωμάτων ταχυκαρδίας.

Αντιμετώπιση κολπικής ταχυκαρδίας σε ασθενείς με συγγενείς καρδιοπάθειες

Σε πολλές περιπτώσεις η αντιμετώπιση της κολπικής ταχυκαρδίας πρέπει να είναι άμεση, γιατί μπορεί να συνοδεύεται από έντονα συμπτώματα και να οδηγήσει σε καρδιακή ανεπάρκεια.

Το επεισόδιο της κολπικής ταχυκαρδίας συνήθως σταματάει με φάρμακα. Η φαρμακευτική αγωγή όμως πρέπει να συνεχιστεί προκειμένου να προληφθούν υποτροπές και πολλές φορές δεν είναι αποτελεσματική ή συνοδεύεται από ανεπιθύμητες ενέργειες.

Η κατάλυση με υψίσυχνο ρεύμα (καυτηριασμός ή ablation) είναι πιο αποτελεσματική θεραπεία από τα αντιαρρυθμικα φάρμακα και μπορεί να γίνει με καλό αποτέλεσμα στις περισσότερες περιπτώσεις. Επειδή όμως η ανατομία και το ιστορικό των επεμβάσεων για κάθε ασθενή με συγγενή καρδιοπάθεια είναι διαφορετικά ο γιατρός οφείλει να τα εξετάσει προσεκτικά και να συζητήσει με τον ασθενή τα πιθανά οφέλη και τις πιθανές δυσκολίες ή πιθανές επιπλοκές κάθε θεραπευτικής επιλογής.

2. Κοιλιακή ταχυκαρδία

Η κοιλιακή ταχυκαρδία είναι μια ταχυκαρδία που προέρχεται από τις κοιλίες και κατά κανόνα είναι πιο επικίνδυνη από την κολπική ταχυκαρδία. Οι ασθενείς με κοιλιακή ταχυκαρδία αντιμετωπίζονται με αντιαρρυθμικά φάρμακα και συχνά με εμφύτευση απινιδωτή, ο οποίος θα σταματήσει ένα δυνητικά επικίνδυνο επεισόδιο ταχυκαρδίας. Σε περίπτωση υποτροπής των επεισοδίων της κοιλιακής ταχυκαρδίας συνιστάται και κατάλυση (ablation).

Κατάλυση (ablation)

Η κατάλυση των αρρυθμιών σε ασθενείς με συγγενή καρδιοπάθεια δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση. Απαιτείται μεγάλη εμπειρία και κατάλληλη προετοιμασία. Πολλές φορές οι ανατομικές ιδιαιτερότητες καθιστούν δύσκολη ή αδύνατη την πρόσβαση στο σημείο που πρέπει να καυτηριαστεί. Όμως σε πολλές περιπτώσεις η κατάλυση είναι εφικτή και πολύ αποτελεσματική. Κάθε περίπτωση είναι μοναδική και θα πρέπει να συζητηθεί εκτενώς με το γιατρό, προκειμένου να προσδιοριστούν τα υπέρ και τα κατά της μεθόδου.

3. Βραδυκαρδίες

Ορισμένες συγγενείς καρδιοπάθειες συνοδεύονται από διαταραχές στο σύστημα παραγωγής ή αγωγής του καρδιακού ρυθμού. Αυτές μπορεί να οδηγήσουν σε βραδυκαρδίες που χρειάζονται αντιμετώπιση με εμφύτευση βηματοδότη. Η εμφύτευση βηματοδότη σε ασθενείς με σύμπλοκη συγγενή καρδιοπάθεια συχνά έχει δυσκολίες και μπορεί να χρειαστεί χειρουργική επέμβαση, προκειμένου να τοποθετηθούν τα ηλεκτρόδια (καλώδια) του βηματοδότη. Σε πολλές περιπτώσεις όμως είναι εφικτή η διαδερμική εμφύτευση του βηματοδότη.